μουστόγρια

μουστόγρια
η
(υβριστικά) γυναίκα πολύ προχωρημένης ηλικίας και πολύ ζαρωμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μούστος + γριά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μουστόγρια — η γριά πολύ ρυτιδιασμένη, μπαμπόγρια: Μας μάλωσε μια μουστόγρια γιατί τάχα την ξυπνήσαμε με τα γέλια μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”